- Αἰγαίᾳ
- Αἰγαί̱ᾱͅ , Αἰγαῖοςmount Idafem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰγαία — Αἰγαί̱ᾱ , Αἰγαῖος mount Ida fem nom/voc/acc dual Αἰγαί̱ᾱ , Αἰγαῖος mount Ida fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AEGAE — Macedoniae oppid. Plin. l. 4. c. 10. Meloboter am quoque vocari scribit Steph. quem consule. Olim vocabatur Edessa; Ε῎δεςςα, non Αἴδεςςα, uti perperam legitur in vulgatis Ptolemaei exemplaribus. Aliquanto vero remotior a mari erat Edessa, sive… … Hofmann J. Lexicon universale
AEGAEA — Αἰγαῖα, nomen duarum urbium, ut scribit Ptolemaeus, quarum una in Emathia, altera in Mauritania. Commemorantur et a Strabone duo huius nominis opida, quorum unum ad Amanum montem, alterum in agro Laconico collocat … Hofmann J. Lexicon universale
αιγαίος — Προσωνυμία θεών και μυθολογικών προσώπων. Υπήρχαν Α. Ποσειδώνας, Α. Δίας, Α. ποταμός (στο νησί των Φαιάκων, πατέρας της νύμφης Μελίτης, αλλά και Αιγαία Μελίτη (νύμφη, ερωμένη του Ηρακλή, μητέρα του Ύλλου, βασιλιά της Ιλλυρίας). * * * α, ο (Α… … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
Κάρυστος — I Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 4.960 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 128 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρύστου. Η Κ. χτίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με βάση τα… … Dictionary of Greek